«Και βλέπετε σήμερα τι συμβαίνει στην Ευρώπη; […] Σήμερα στο Παρίσι είχαμε μακελειό με τουλάχιστον 12 νεκρούς. Και εδώ κάποιοι προσκαλούν κι άλλους λαθρομετανάστες και μοιράζουν από τώρα ιθαγένειες…». H δήλωση ανήκει στον έλληνα πρώην πρωθυπουργό και έγινε την ίδια μέρα που δώδεκα μέλη του γαλλικού περιοδικού «Σαρλί Εμπντό» δολοφονήθηκαν από τζιχαντιστές στο Παρίσι. Πατώντας πάνω στα πτώματα για να δικαιολογήσει τους φράχτες, τις ελληνικές λαμπεντούζες, τα βασανιστήρια, τις νάρκες, την Frontex, τον ρατσισμό και το μίσος κατά των μεταναστών. Πλειοδοτώντας σε ακροδεξιό μισανθρωπισμό, εξισώνοντας τον πρόσφυγα με τον δολοφόνο, τον μετανάστη με τον τρομοκράτη. Ταυτίζοντας το τείχος του θανάτου στον Έβρο (όπου λίγες μέρες πριν είχε πεθάνει από το κρύο ένας πρόσφυγας κρατώντας αγκαλιά την κόρη του) με την «προστασία του έθνους». Εκφράζοντας ένα μέρος της κοινωνίας που βλέπει τον «εχθρό» στον μετανάστη και όχι εκεί που πραγματικά βρίσκεται, στον εξουσιαστή. Ένα άλλο μέρος, «ανυποψίαστο» και αδιάφορο, «ανακάλυψε» ξαφνικά τον «αντιφασισμό», όταν τον Σεπτέμβριο του 2013 ο Παύλος Φύσσας έβαλε τη ζωή του ανάχωμα στην εξάπλωση των ναζιστικών συμμοριών, αναγκάζοντας την εξουσία να «διαχειριστεί» το φαινόμενο που η ίδια έθρεφε και ενίσχυε όσο οι νεκροί ονομάζονταν Σαχτζάτ, Μπαμπακάρ, Μοχάμεντ. Γιατί «αξιομνημόνευτος» νεκρός είναι ο «δυτικός, πολιτισμένος» νεκρός. Όλοι οι υπόλοιποι είναι άψυχοι μελαψοί αριθμοί στα γεωστρατηγικά σχέδια των αγορών, των κρατών και των κοινωνιών του «αναπτυγμένου κόσμου». Και μπορεί η ηγεσία της χρυσής αυγής να συνελήφθη, ο φασισμός όμως κυκλοφορεί ελεύθερος και συνιστά πλέον ένα σταθερό κοινοβουλευτικό πόλο, όπως έδειξαν οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Υποκρισία και βαρβαρότητα. «Χριστιανοφασίστες» εναντίον «ισλαμοφασιστών» και το αντίθετο. Πού ήταν όμως όλοι αυτοί οι «καλοί» και «φιλελεύθεροι» άνθρωποι της εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής και μιντιακής εξουσίας και της κοινωνίας όλο το προηγούμενο διάστημα; Τι έκαναν και τι κάνουν στη γαλλία όταν η πλειονότητα των γάλλων μουσουλμάνων πολιτών και των μεταναστών που κατοικούν στα υποβαθμισμένα προάστια με την τεράστια ανεργία, τα κοινωνικά αδιέξοδα και την εγκατάλειψη βρίσκονται στο στόχαστρο της ακροδεξιάς ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού, που διογκώνονται παράλληλα με τον αντισημιτισμό και τη μισαλλοδοξία; Τι έκαναν στην ελλάδα όταν εργάτες μετανάστες στη Μανωλάδα διεκδίκησαν τα ψίχουλα της αμοιβής τους για να τους απαντήσουν με σφαίρες οι φραουλοτσιφλικάδες δολοφόνοι; Τι έκαναν όταν στις γειτονιές της Αθήνας μετανάστες και μετανάστριες αντιμετώπιζαν τα πογκρόμ και τα μαχαίρια των ταγμάτων εφόδου της χρυσής αυγής, από κοινού με τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις των μπάτσων, την καχυποψία και την περιθωριοποίηση από τους «φιλήσυχους νοικοκυραίους», τον πανικό που έντεχνα έσπερναν και σπέρνουν όλα αυτά τα χρόνια τα κυρίαρχα μμε παρουσιάζοντας τους μετανάστες ως «δημόσιο κίνδυνο», «απειλή για τη δημόσια υγεία και τη νομιμότητα»; Τι κάνουν όταν μετανάστες εξεγείρονται στα αβίωτα στρατόπεδα εγκλεισμού; Όταν πνίγονται κάθε εβδομάδα στο Αιγαίο;
Από το 2009, στο πλαίσιο της αντιεξεγερτικής πολιτικής και της διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ο αντιμεταναστευτικός λόγος και η αυταρχική πρακτική κυρίευσαν τις κρατικές δομές, η κυβέρνηση απέκτησε κοινή ατζέντα με τη νεοναζιστική χ.α., ο φασισμός απενοχοποιήθηκε και καλλιεργήθηκε σαν τρόπος σκέψης και επίλυσης των κοινωνικών ζητημάτων, ένα διαρκώς αναβαθμιζόμενο κατασταλτικό σχέδιο εφαρμόστηκε σε ευρεία κοινωνική κλίμακα, με τους μπάτσους να αποτελούν σαρωτική φιγούρα στους δρόμους και τις πλατείες, τα σχολεία και τις σχολές, τους εργασιακούς και τους πολιτικούς χώρους. Και η σούπα χάλασε με τη δολοφονία ενός «έλληνα», όταν ο επικουρικός παρακρατικός μηχανισμός, αντί να μεταλλάσσεται σε μια «σοβαρή» χ.α., όπως ανέμενε το κυρίαρχο φασίζων σύστημα, έμοιαζε να αυτονομείται «επικίνδυνα». Έτσι το κράτος, ως εγγυητής της τάξης και της ασφάλειας, αποφάσισε να ανακτήσει τον έλεγχο με τα «νόμιμα» όργανά του, μεταξύ αυτών τους μπάτσους, στους οποίους ο ένας στους δύο συνεχίζει να ψηφίζει τους ναζί.
Εδώ και δεκαετίες όμως ακούγαμε για «λαθρομετανάστες» που μας παίρνουν τις δουλειές, για νεκρούς εργάτες στα μπετά των ολυμπιακών αγώνων, για τα κέντρα των πόλεων που πρέπει να «ανακαταλάβουμε», για φοιτητές-«κουκουλοφόρους» και πανεπιστήμια-«κέντρα ανομίας», για πολιτικές καταλήψεις-«εστίες εγκληματικών πράξεων», για απεργούς που «υπονομεύουν τη χώρα» με τις απεργίες τους, για ομοφυλόφιλους, λεσβίες και διεμφυλικά άτομα που «πλήττουν τα χρηστά ήθη». Και μέχρι πρόσφατα, οι κυβερνήσεις περίμεναν τον «εκπολιτισμό» των μαχαιροβγαλτών της χ.α., τους οποίους ενθάρρυναν, χρησιμοποιούσαν ή συντόνιζαν, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπλέον, με τη βίαιη φτωχοποίηση του πληθυσμού και τη γενικευμένη κρίση έδωσαν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στη δημιουργία μιας «μεγάλης χωματερής»: από το «δε χωράνε άλλοι ξένοι», περάσαμε στο «να τους κάνουμε τη ζωή ανυπόφορη μπας και φύγουν», από τα κηρύγματα για περιοχές-άβατο για την κρατική καταστολή, περάσαμε στα βασανιστήρια αντιφασιστών στα κελιά της γαδα, τις απαγωγές αγωνιζόμενων κατοίκων στην Ιερισσό, τις ομοφοβικές επιθέσεις και τις φυλακές ύψιστης ασφάλειας, από τη δολοφονική επίθεση στην Κούνεβα, φτάσαμε στα μαζικά εργασιακά κολαστήρια μεταναστών στην ελληνική ύπαιθρο, τις στρατιωτικού τύπου αστυνομικές επιχειρήσεις με τα αρχαιόπληκτα γελοία ονόματα (Ξένιος Δίας, Θησέας, Θέτις) που «συλλέγουν» κατά χιλιάδες «ανεπιθύμητους» ανθρώπους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις ανθρώπινες εκατόμβες στα θαλάσσια σύνορα. Οι «άλλοι» -οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι άνεργες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι εκδιδόμενες γυναίκες, οι μοναχικές μητέρες, οι μετανάστριες και οι πρόσφυγες, τα πεινασμένα παιδιά στα σχολεία, οι ανασφάλιστοι-, όσοι και όσες «απειλούν» τη διάσωση των κυρίαρχων ελίτ είναι παρείσακτοι/άχρηστοι/περιττοί που «βρωμίζουν» τους δημόσιους χώρους. Η κοινωνία σύρθηκε σ’ έναν πόλεμο πάντων εναντίον πάντων. Πολύ περισσότερο εναντίον όσων δεν συντάσσονται με την πλευρά της κυριαρχίας, όσων αντιπαλεύουν την ξενοφοβία, την υποταγή, την εξατομίκευση. Όσων δεν ασχολούνται μόνο με το τομάρι και το πορτοφόλι τους. Όσων υπερασπίζονται τη ζωή, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Για την καπιταλιστική τάξη μία είναι η επιδίωξη διαχρονικά: να διατηρήσει την κυριαρχία της, να επεκτείνει τον έλεγχο πάνω σε όλους τους τομείς της ζωής, να χειραγωγήσει και να αφομοιώσει κάθε ρωγμή αντίστασης, να εξασφαλίσει την «κοινωνική σταθερότητα» υποτάσσοντας το σύνολο της εκμεταλλευόμενης τάξης, με άλλα λόγια να επιβάλει ένα σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Και για το σκοπό αυτό όλα τα μέσα είναι θεμιτά: από τον τρόμο και τη βία ως θέαμα στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, με τις εικόνες των φουσκωτών-μπράβων-τραμπούκων σε ρόλο πρωταγωνιστή της κρίσης, μέχρι τους οργανικούς διανοούμενους που σπρώχνονται στους διαδρόμους και τις οθόνες κάθε εξουσίας, δεξιάς ή αριστερής.
Κάθε φορά που στην ιστορία της ανθρωπότητας οξύνεται η αβεβαιότητα και η έλλειψη προοπτικής, η πλειονότητα των ανθρώπων αναζητάει συνήθως ένα νέο «βασιλιά». Σήμερα που οι αγορές, τα χρηματιστήρια και οι πολυεθνικές μαφίες καθορίζουν ποιοι θα επιβιώσουν και ποιοι θα πεθάνουν σε παγκόσμια κλίμακα, ο βασιλιάς, ο μεσσίας, ο κομματικός μεσάζοντας, ο καθοδηγητής, ο σωτήρας, άλλοτε παίρνει τη μορφή της «εθνικής ομοψυχίας» έναντι ενός κατασκευασμένου εσωτερικού ή εξωτερικού εχθρού, άλλοτε ντύνεται «σταυροφόρος» κατά του «απολίτιστου» μουσουλμανο-αραβικού κόσμου, πάντοτε όμως βασίζεται στο φόβο, την ανασφάλεια, την παραίτηση, την αυτοκαταστροφή, την εθελούσια δουλεία. Η λύση ωστόσο δεν έρχεται από τους «ειδικούς», τους αρχηγούς, τα αφεντικά και τους τοποτηρητές τους, αλλά από την κοινωνία που γίνεται φορέας και διαμορφωτής της ιστορίας της. Και εμείς είμαστε συνειδητά στους από κάτω της κοινωνίας, προσπαθούμε να χτίσουμε εκεί όπου οι από πάνω καταστρέφουν.
Έχουμε αποφασίσει να αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες τις τύχες μας, να οικοδομήσουμε έναν κόσμο απαλλαγμένο από την καπιταλιστική τυραννία και την κρατική λεηλασία. Με την πεποίθηση ότι δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε από τις κάθε λογής εξουσίες, τα κράτη, τα πολιτικά κόμματα και τα εκλογικά ημερολόγια. Ακόμη κι αν μέσα από τις κάλπες η ακροδεξιά διακυβέρνηση αντικαταστάθηκε από μια αριστερή που υπόσχεται μια πιό ανθρώπινη και «φιλολαϊκή» διαχείριση της ζωής μας, για εμάς σταθερό ζητούμενο είναι η όποια βελτίωση ή αλλαγή να αποτελεί αποτέλεσμα της δικής μας αυτενέργειας. Αρνούμαστε να εμπιστευτούμε τη ζωή μας σε επαγγελματίες πολιτικούς της εξουσίας. Με τη συνείδηση ότι όσο ελπίζουμε σε ένα καλύτερο κράτος θα συνεχίσουμε να είμαστε ανθρώπινο δυναμικό προς καταπίεση και εκμετάλλευση. Με τον αγώνα μας για την ολοσχερή εξαφάνιση της καπιταλιστικής επιβολής.
Με την υπενθύμιση ότι η εξουσία δεν είναι ένα υλικό αγαθό που φυλάσσεται σ’ ένα θησαυροφυλάκιο, ούτε ένα ανάκτορο που θα καταλάβουμε με τις ψήφους ή τα όπλα, αλλά μια κοινωνική σχέση σε διαρκή δυναμική εξέλιξη. Και για εμάς ζητούμενο είναι να αλλάξουμε ριζικά αυτή την κοινωνική σχέση, να εξουδετερώσουμε τη λογική της. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν τελικές μάχες, οριστικοί νικητές και ηττημένοι. Ότι το μονοπάτι είναι μακρύ και δύσβατο, άλλες φορές αθόρυβο και άλλες εκκωφαντικό, ότι ο τρόπος δεν είναι ένας, μοναδικός και αμετάκλητος, ότι οι ερωτήσεις, οι αμφιβολίες και οι επανεκτιμήσεις είναι ασταμάτητες. Μέσα από την ανταλλαγή ιδεών και τη λήψη αποφάσεων σε μια δημόσια αγορά, τη συνέλευση. Έχοντας ως ορίζοντα την πραγματική ζωή και την ελευθερία, όχι την εξαθλιωμένη επιβίωση. Και η αξιοπρεπής οργή μας χρόνια τώρα γίνεται επιθετική πολιτική ανυπακοή, ανατρεπτική δύναμη, κοινωνικό κίνημα, κοινότητα, συλλογικότητα, ομάδα, παρέα στις αντιεξουσιαστικές καταλήψεις, στα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, στα ανακτημένα δημόσια εδάφη, στις εμβρυακές μορφές μιας αυτόνομης οργάνωσης της υγείας, της αντιιεραρχικής εκπαίδευσης, της δημιουργικής εργασίας, της μη εμπορευματικής επικοινωνίας, της χαριστικότητας αγαθών και δεξιοτήτων. Μια μικρή απτή απόδειξη ότι η ουτοπία γίνεται πραγματικότητα όταν οι απελευθερωτικές εμπειρίες πολλαπλασιάζονται, όταν ο «ιός» της συντροφικότητας και της ελευθερίας εξαπλώνεται, όταν διαβρώνονται αργά αλλά σταθερά τα τείχη της παραγωγής καταναγκασμών και θανάτων, ακαριαίων ή σταδιακών.
Και ο αντιφασιστικός αγώνας μας είναι μέρος ενός συνολικού αυτοοργανωμένου καθημερινού αγώνα που στοχεύει στην ενδυνάμωση της αλληλεγγύης, τη διασύνδεση και το ρίζωμα των κοινωνικών αντιστάσεων ενάντια στην εκμετάλλευση, τη λεηλασία, την καταπίεση και την περιφρόνηση, ενάντια στην ηγεμονία της εξουσίας και τη δικτατορία του χρήματος, για τη δημιουργία νέων εξισωτικών κοινωνικών σχέσεων, για την ακύρωση των ψευδών διαχωρισμών της καταγωγής, του χρώματος, της θρησκείας, του φύλου, της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, των «διευθυνόμενων» και των «διευθυνόντων». Και αυτή η διαδικασία δεν έχει «τέλος».
Αντιφασίστες-αντιφασίστριες από τις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας